ἀποτειχίσαν

ἀποτειχίσαν
ἀποτειχίζω
wall off
aor part act neut nom/voc/acc sg
ἀποτειχίζω
wall off
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποτειχίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, περιτειχίζω πόλη ή τόπο για άμυνα ή επίθεση: Στη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου οι Σπαρτιάτες αποτείχισαν τη Δεκέλεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”